-
1 πρό-γονος
πρό-γονος, vorher geboren, also älter, Od. 9, 221; – οἱ πρόγονοι, die Voreltern, Vorfahren, Pind. Ol. 9, 54 P. 4, 148 u. öfter; ϑεῶν τε πατρῴων ἕδη ϑήκας τε προγόνων, Aesch. Pers. 397; auch im sing. fem., Suppl. 528; ὦ Ζεῦ προγόνων προπάτωρ, Soph. Ai. 380; übertr., πόνοι πρόγονοι πόνων, 1176; ὦ Ζεῦ πρόγονε, Eur. Or. 1242, u. öfter; oft in Prosa, sowohl im sing., τοῦ ἡμετέρου προγόνου Δαιδάλου Plat. Euthyphr. 11 b, Conv. 186 c, als häufiger im plur., Her. 7, 150, κακὸν ἐκ προγόνων γεγονός Plat. Theaet. 173 d, τοὺς ἀνωτέρω προγόνους Crat. 396 c; Folgde; ἐκ προγόνων ἔχοντες τὴν ἡγεμονίαν, Pol. 1, 20, 12. – Bei D. Hal. 7, 50, wo οἱ πρόγονοι die Nachkommen sein müßten, wohl f. l.
См. также в других словарях:
πρόγονος — ο / πρόγονος, ον, ΝΜΑ, μτγν. τ. ουσ. πρόγονος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που προϋπήρξε, αυτός από τον οποίο κατάγεται κάποιος, προπάτωρ («πατρὸς σου πρόγονος πατήρ», Ευρ.) 2. συν. στον πληθ. οι πρόγονοι οι προπάτορες αρχ. 1. ως επίθ. α) αυτός που… … Dictionary of Greek